Τρίτη 15 Απριλίου 2008

ΑΚΟΥ ΤΙ ΕΠΑΘΑ Ο ΚΑΚΟΜΟΙΡΗΣ

Πριν από μερικές μέρες ένα γνωστό μας ζευγάρι μας κάλεσαν για φαγητό εμένα και την αρραβωνιαστικιά μου. Είχαμε να βρεθούμε κάτι μήνες και ήταν ευκαιρία για να πούμε και τα νέα μας ο καθένας. Όλα ωραία ως εδώ. Ντυθήκαμε, αγοράσαμε δυο μπουκάλια κρασί, και πήγαμε με πολύ καλή διάθεση και με σκοπό να περάσουμε καλά. Το κυριότερο; Μας είπαν ότι το μενού θα ήταν κάτι το εξαιρετικό. Προσωπικά ένα από τα χόμπυ μου είναι το καλό φαγητό (εννοείται να τρώω και όχι να μαγειρεύω).
Φτάνουμε στο σπίτι των γνωστών μας την ώρα που συμφωνήσαμε και ήταν εκεί και άλλο ένα γνωστό μας ζευγάρι. Καθόμαστε στο σαλόνι, πίνουμε από ένα ποτάκι, λέμε καμιά παπαριά για να γελάσουμε, καπνίζουμε και από ένα τσιγαράκι. Εμένα το μυαλό μου στο φαγητό. Μήπως θα τρώγαμε τίποτα μεξικάνικο; Κάτι ινδικό; Μου αρέσουν τα πικάντικα φαγητά και τα μπαχάρια. Επιτέλους η κυρά του σπιτιού σήμανε τη στιγμή για να καθίσουμε στο τραπέζι.
Με το που καθόμαστε η πρώτη εικόνα που αντίκρυσα στο τραπέζι δε μου γέμισε το μάτι. Κρύα παντζαρόσουπα για πρώτο πιάτο. Ένα πράγμα που και αισθητικά ήταν αποκρουστικό. Ένα άσπρο νεροζούμι με κάτι κόκκινα κοματάκια από παντζάρια. Σε μικρά πιατάκια ένας χυλός με σκατί χρώμα. Μετά έμαθα ότι είναι πατέ ελιάς. Τότε πετάγεται ο σπιτονοικοκύρης και μας λέει: "έχει δυο μήνες που γίναμε χορτοφάγοι και προσπαθούμε να κάνουμε όσο πιο υγειινή διατροφή γίνεται". "Γιατί;", ρώτησα και για απάντηση έφαγα μια τσιμπιά στο πόδι από την καλή μου. Κοιτάχτηκα με το άλλο παληκάρι και κατάλαβα ότι μου έλεγε με τη ματιά του: Μεγάλε τη γαμήσαμε. Με το ζόρι άλειψα εκείνο στο σκατοπατέ σε μια φέτα ψωμί και το έφαγα με μισή καρδιά.
Και εγώ και ο άλλος παθών είμαστε φανατικοί κρεατοφάγοι. Με τα χορταρικά οι σχέσεις μας είναι από κακές έως τρισάθλιες και δε μας αρέσουν τόσο οι επισημότητες με το φαγητό.
Για κυρίως πιάτο είχε ένα μπαστάρδεμα. Λάχανο με μελιτζάνες και κολοκυθοκεφτέδες και όλο αυτό μέσα σε μπόλικη σάλτσα. Για σαλάτα αντίδια με ρόκα (μπλιαχ!!!), τυρί από σόγια, σπανακοκροκέτες (μπλιαχ μπλιαχ!!!) και για εναλλακτικό πιάτο όποιος ήθελε μπορούσε να πάρει να φάει πιπεριές με γέμιση μαντέψτε τι... ΠΑΤΕ ΕΛΙΑΣ!!! Ούτε μια πατάτα ρε γαμώτο! Άλλα ήταν μαγειρεμένα στο φούρνο και άλλα στον ατμό. Είχαμε και επιδόρπιο. Βέβαια! Πρασόπιτα. Ξερνάς ή δεν ξερνάς; Για γλυκό τι άλλο; Κολοκύθι γλυκό.
Η αρραβωνιαστικιά μου με πατούσε το πόδι για να φάω αλλά που εγώ! Με το ζόρι δε μπορώ αν και δεν ήθελα να κακοκαρδίσω τους οικοδεσπότες οι οποίοι ήταν όλο ηδονικά επιφωνήματα από τις θεσπέσιες γεύσεις. "ΜΜΜΜΜΜΜΜ!". "Τέλειο". "Θαυμάσιο". "Καταπληκτικό". Αλλά και αυτοί άντε δεν τρώνε κρέας, μα να σερβίρουν μόνο ότι τους αρέσει; Αυτό δε το δέχομαι. Πρόβατο να έβαζες να βοσκήσει όλα αυτά τα χόρτα θα έλεγε ΝΙΣΑΦΙ!
"Δημήτρη δε σου αρέσει το φαγητό;", με ρώτησε η οικοδέσποινα. "Δεν πολυπεινάω βρε Λίτσα, άσε που δεν είμαι και τόσο φίλος με τα χόρτα". Δοκίμασε και θα με θυμηθείς", μου ξαναλέει. "Μπα, δε χρειάζεται. Σίγουρα θα σε θυμάμαι", απαντάω". Και όλη την ώρα να έχω και τη δικιά μου να μου πατάει το πόδι γαμώ την #$*%@ μου. Μετά συνειδητοποίησα ότι ξεσκίστικα να τρώω σκέτο ψωμί με κρασί. Η συζήτηση άλλαξε και η θεματολογία της ήταν περί ανέμων και υδάτων. Αλλά και ο τρίτος άνδρας της παρέας αντί να τρώει έπαιζε με το πηρούνι.
Όταν τελειώσαμε τη βοσκή... εεε συγνώμη... το γεύμα (που δεν έφαγα) πήγαμε οι άνδρες στο μπαλκόνι για τσιγάρο ή κλάσιμο (ότι εκφράζει τον καθένα) και να πιούμε ένα ποτό ενώ αι γυναίκαι κάθησαν για να κουτσομπολεύσουν. Ενώ ο νοικοκύρης πήγε να βάλει τα ποτά γυρνάει και μου λέει ο τρίτος της ανδροπαρέας: "Μαλάκα να την κάνουμε γρήγορα να πάμε σε καμιά ταβέρνα να λιγδώσουμε τ' αντεράκι μας. Πεινάω του κερατά." Κάνε λίγο υπομονή και θα γίνει και αυτό. Μη τους προσβάλουμε.", του απαντάω. "Τι λες ρε, πας καλά; Αυτοί που μας προσβάλλουν είναι η Λίτσα και ο προκομένος της επειδή τους καύλωσε να βοσκάνε, να θέλουν να μας ταϊσουν χορτάρια", μου ξαναλέει. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο νοικοκύρης με τα ποτά και κόπηκε η συζήτηση.
Μετά από κανένα μισάωρο ξεκινήσαμε να φύγουμε αλλά οι γυναίκες είχαν στήσει γερό κουβεντολόι και δεν έλεγαν να το σταματήσουν. Χαμογελούσα αλλά μέσα μου έβραζα. Το ίδιο και ο άλλος. Τελικά φύγαμε μετά από δυο ώρες.
Μέσα σε πέντε λεπτά βρεθήκαμε να ρημάζουμε μια καντίνα. Επιτέλους στηλωθήκαμε. Δεν έχω σκοπό να την πατήσω άλλη φορά γι' αυτό έκατσα και σκέφτηκα ένα σωρό δικαιολογίες αν βρεθώ σε παρόμοια κατάσταση και πάντα θα τσιμπάω κάτι για να μη βρεθώ προ εκπλήξεως.

buzz it!